- σαλευομένως
- σαλ-ευομένως, Adv.A shakily, opp. βεβαίως, Phld.Rh.1.260 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλευομένως — Α επίρρ. 1. με αστάθεια, με σάλευμα 2. (κατ επέκτ.) με αμφιβολία, χωρίς βεβαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλευόμενος, μτχ. τού σαλεύομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek